φιόγκος

φιόγκος
ο, Ν
1. τρόπος δεσίματος γραβάτας, κορδέλας ή κορδονιού σε σχήμα πεταλούδας
2. (κατ' επέκτ.) το δεμένο με τον τρόπο αυτό αντικείμενο
3. μτφ. (για πρόσ.) τζιτζιφιόγκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fiocco «νιφάδα, τολύπη μαλλιού, κόμπος γραβάτας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φιόγκος — ο (λ. ιταλ.) 1. τρόπος δεσίματος λαιμοδέτη, κορδέλας, κορδονιού κτλ., σε σχήμα πεταλούδας: Η μπομπονιέρα έχει ωραίο φιόγκο στην κορδέλα της. 2. λαιμοδέτης δεμένος με αυτόν τον τρόπο, φιογκάκι: Μ αυτό το επίσημο κοστούμι αυτός μόνο ο φιόγκος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιογκάκι — το, Ν [φιόγκος] υποκορ. τ. τού φιόγκος …   Dictionary of Greek

  • παπιγιόν — το (λ. γαλλ.), λαιμοδέτης, πεταλούδα, φιόγκος, «οριζόντιο περιλαίμιο» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιογκάκι — το (υποκορ. του φιόγκος βλ. λ.), μικρός λαιμοδέτης δεμένος σε σχήμα πεταλούδας: Το φιογκάκι του ταιριάζει με το πουκάμισό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”