- φιόγκος
- ο, Ν1. τρόπος δεσίματος γραβάτας, κορδέλας ή κορδονιού σε σχήμα πεταλούδας2. (κατ' επέκτ.) το δεμένο με τον τρόπο αυτό αντικείμενο3. μτφ. (για πρόσ.) τζιτζιφιόγκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fiocco «νιφάδα, τολύπη μαλλιού, κόμπος γραβάτας»].
Dictionary of Greek. 2013.